- βαθύτεροι
- βαθύςdeepmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
ακροατικός — ἀκροατικός, ή, όν (Α) [ἀκροατής] 1. ο κατάλληλος ή προορισμένος για ακρόαση, ακροαματικός* 2. φρ. «ἀκροατικοὶ λόγοι», οι εσωτερικοί, οι βαθύτεροι λόγοι τών φιλοσόφων 3. «ἀκροατικὸς μισθός», ο μισθός αυτού που διδάσκει, που εκφωνεί λόγους … Dictionary of Greek
βάσιμο — (basso). Μουσικός όρος. ενάριθμο – συνεχές β. (basso numerato – continuo). Σύστημα μουσικής γραφής σύμφωνα με το οποίο, αντί να σημειώνονται όλοι οι φθόγγοι των συγχορδιών ενός μουσικού έργου, σημειώνονται μόνο οι βαθύτεροι, ενώ ορισμένοι αριθμοί … Dictionary of Greek
ακουατίντα — Μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο (χαλκό ή ψευδάργυρο). Μπορεί να δώσει θαυμάσια ζωγραφικά αποτελέσματα, που θυμίζουν κάπως σχέδια που έχουν γίνει με πινέλο και σινική μελάνη ή σέπια. Ιστορία. Η εφεύρεση της μεθόδου αποδίδεται γενικά στον Γάλλο… … Dictionary of Greek